τσίμα

τσίμα
η, Ν
(συν. στην φρ.) «τσίμα - τσίμα»
i) άκρη άκρη
ii) με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας («τά φέρνουμε τσίμα-τσίμα» — ζούμε πολύ στενόχωρα, μόλις και εξοικονομούμε τα αναγκαία)
iii) (σχετικά με γεμάτο σκεύος)
ώς τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cima «κορυφή, άκρα» < λατ. cyma < κύμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσίμα — η (λ. ιταλ.) κυρ. στη φρ., τσίμα τσίμα 1. άκρη άκρη, εντελώς στην άκρη: Πατούσε τσίμα τσίμα στην ταράτσα. 2. μτφ., με πολλή δυσκολία, με τα δόντια, τσίτα τσίτα: Παίρνει μικρό μισθό και τα φέρνουν τσίμα τσίμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Lake Ioannina — Infobox lake lake name= Pamvotida image lake=lake pamvotis 1.jpg caption lake= The ferry dock in Molos image bathymetry= caption bathymetry= location=Epirus coords=coord|39|40|N|20|53|E|type:waterbody region:GR|display=inline,title type=reservoir …   Wikipedia

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • φοξίνος — ο / φοξῑνος, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μικρόσωμων ψαριών τού γλυκού νερού που ανήκει στην οικογένεια κυπρινίδες και είναι, σήμερα, γνωστό και με την κοινή ονομασία τσίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» +… …   Dictionary of Greek

  • Δολομιτικές Άλπεις — Τμήμα των ανατολικών Άλπεων στη βόρεια Ιταλία, που εκτείνεται μεταξύ των κοιλάδων του ποταμού Ιζάρκο στα ΒΔ, Αδίγη στα Δ, Πιάβε στα Α και από την Τσίμα ντ’ Άστα στα Ν. Η ονομασία του οφείλεται στην παρουσία δολομίτη που, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”